γενετήριος

γενετήριος
-α, -ο (AM γενετήριος, -ον) [γενετήρ]
ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση
νεοελλ.
1. «γενετήριος ζωή» — η διάρκεια τής ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα
2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» — γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση μεταξύ τών δεδομένων τών αισθήσεων και τών παραστάσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”